-μάτης
-μάτης (język nowogrecki)[edytuj]
- transliteracja:
- wymowa:
- IPA: ['ma.tis]
- znaczenia:
temat słowotwórczy
- (1.1) tworzy przymiotniki oznaczające kolor, kształt lub inne cechy oczu: -oki
- składnia:
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- związki frazeologiczne:
- uwagi:
- por. αβγουλομάτης • αγριομάτης • αετομάτης • ανοικτομάτης • γαλαζομάτης • γαλανομάτης • γατομάτης • γλαυκομάτης • γλυκομάτης • γουρλομάτης • ελαφομάτης • καστανομάτης,κοκκινομάτης • μαυρομάτης • μεγαλομάτης • μπλαβομάτης • ομορφομάτης • περδικομάτης • πονηρομάτης • πρασινομάτης • σμαραγδομάτης • σοβαρομάτης • στραβομάτης • στρογγυλομάτης • τσιμπλομάτης
- źródła: